χυδαιολογώ

χυδαιολογώ
(ε) αμετ. говорить на просторечном языке

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "χυδαιολογώ" в других словарях:

  • χυδαιολογώ — έω, Ν 1. μιλώ χυδαία, χρησιμοποιώ χυδαίες εκφράσεις 2. (παλ. τ.) μιλώ και γράφω στη δημοτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυδαιολόγος. Η λ., στον λόγιο τ. χυδαιολογέω, ῶ, μαρτυρείται από το 1873 στον Σ. Α. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • χυδαιολογώ — εκφράζομαι κατά τρόπο χυδαίο, λέω χυδαιολογίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • αισχρολογώ — ( έω) (Α αἰσχρολογῶ) λέω αισχρά λόγια, βωμολοχώ, χυδαιολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισχρολόγος. ΠΑΡ. νεοελλ. αισχρολόγημα] …   Dictionary of Greek

  • κιναιδολογώ — κιναιδολογῶ, έω (Α) [κιναιδολόγος] μιλώ για κιναίδους, χυδαιολογώ («ἦρξε δὲ Σωτάδης μὲν πρώτος τοῡ κιναιδολογεῑν», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • σκατολογώ — έω, Ν [σκατολόγος] χρησιμοποιώ στον λόγο μου ή στα γραπτά μου χυδαίες λέξεις και εκφράσεις, βωμολοχώ, χυδαιολογώ …   Dictionary of Greek

  • χυδαιολόγημα — το, Ν [χυδαιολογώ] χυδαιολογία …   Dictionary of Greek

  • βλαστημώ — ησα, βρίζω τα θεία, χυδαιολογώ, καταριέμαι: Βλαστήμησα την ώρα που τον γνώρισα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»